- ὀνητά
- ὀνητόςprofitableneut nom/voc/acc plὀνητά̱ , ὀνητόςprofitablefem nom/voc/acc dualὀνητά̱ , ὀνητόςprofitablefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονητά — ὀνητά (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀνητά μεμπτά». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομαι «κατηγορώ», αναλογικά προς το ἀγητά, ενώ, κατ άλλους, ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε ὀνοστά ή ὀνοτά] … Dictionary of Greek
Ὀνήτας — Ὀνήτᾱς , Ὀνήτης masc acc pl Ὀνήτᾱς , Ὀνήτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)